Σκυριανό Γλωσσικό Ιδίωμα
Οι κυριότερες από τις ιδιορρυθμίες είναι οι ακόλουθες:
- Το ρι προφέρεται ρζι (το ρ μόλις να ακούγεται / ρjι): ρζύζι (ρύζι), μυρζιστ'κό (μυριστικό), αστέρζι (αστέρι) κ.λπ.
- Το ω της κατάληξης στα ρήματα και στα επιρρήματα γίνεται ου. Πους= πως, όπους= όπως, αγαπού= αγαπώ, κλαίου, θωρού κ.λπ.
- Ο φθόγγος ι και το ου, όταν είναι άτονα, δεν προφέρονται, αλλού απολύτως, όπως π'νού= πεινώ, τ'χιά= τειχιά, κι αλλού, ιδίως στο τέλος της λέξης, μόλις ακουγόμενα σα μισό η, όπως έχεις, παίρνεις, σπίτι, κ.λπ. μάλιστα όταν προηγείται χ, ν, μ, λ, γ. Επομένως το έχ'ς πρέπει να διαβάζεται έχεις κι όχι έχ'ς όπως είναι γραμμένο, το καν'ς κάνεις κ. ο. κ.
- Η δίφθογγος ου, όταν ακολουθεί ρ, γίνεται συνήθως ο: φόρνες= φούρνος, κ'λόρα= κουλούρα, κόρος= το κούρεμα των ζώων. Ποτέ όμως κορούνα αλλά κουρούνα.
- Τα ονόματα, οι μετοχές, τα επίθετα, τα σύνθετα ουσιαστικά, όπως και πολλά απλά ουσιαστικά της δεύτερης κλίσης, αλλάζουν την κατάληξη -ος σε -ες. Εξαιρούνται όσα τελειώνουν σε -κος ή -μος που δεν αλλάζουν ποτέ. Ο κανόνας αυτός έχει κι άλλες εξαιρέσεις που δεν μπορεί όμως να ορίσει κανείς με ακρίβεια, γιατί πολλές φορές εξαρτάται από τον ομιλητή και μόνο. Π. χ. Μανώλαρες, φα'ωμένες, δροσερές, κότσ'νες, πετ'νές κ. λπ.
- Το ρήμα είμαι κλίνεται: έμαι, έσαι, έναι και ο παρατατικός έμονε, έσονε, έτανε. Όταν όμως προηγείται άρνηση, λένε, δεν είμαι, δεν είναι. Ο παρατατικός του έχω κάνει έχα, του θέλω έθελα.
- Οι αόριστοι ήρθα, επήρα, έσπειρα, ο παρατατικός ήξερα κ.λπ. γίνονται, έρθα, έπερα, έσπερα, έξερα.
- Ο αόριστος αλλάζει στην οριστική το -σα σε -κα, ένιωκα= ένιωσα, πάτ'κα= πάτησα. Πολλές φορές στον παθητικό αόριστο η κατάληξη -κα γίνεται -να, π. χ. στάθηνα= στάθηκα, χάρηνα= χάρηκα.
- Το υ διατηρεί την αρχαία προφορά του ου σε πολλές λέξεις, π. χ. φούργανα= φρύγανα, ζούμη= ζύμη, κρούβω= κρύβω, εσού= εσύ.
- Το κ πριν απ' το ι και το ε γίνεται τσ: τσύριος= κύριος, τσερί= κερί.
- Το γγ ή γκ πριν απ' το ι και το ε γίνεται ντζ, π. χ. άντζελος= άγγελος, αντζ'λώνει= αγκυλώνει κ.λπ.
- Στις λέξεις Χριστός, Χριστιανός, χρυσός και παντού όπου η συλλαβή χρι είναι άτονη και η ακόλουθη συλλαβή αρχίζει απο σ, το ρ φεύγει και λένε, Χ'στός, Χ'στιανός, χ'σές κ.λπ.
- Τα επίθετα, ιδίως στον πληθυντικό, είναι σχεδόν πάντα αρσενικά. Σπανιότατα συμφωνούν με το όνομα, όταν είναι θηλυκό, στο γένος. Το ίδιο και το άρθρο. Λένε, τους όμορφους γυναίτσες, τους αχτίνες, πολλοί κουρούνες, πατάτες τ'γανητοί, μια φ'γού Κουμιώτικος κ. λπ.
- Ο φθόγγος ι πριν από το ρ γίνεται πολλές φορές ε, π. χ. μερσ'νιά= η μυρσινιά, ο βούτερες= το βούτυρο, περνιά= ο πρίνος (πίρνος), γερεύου= γυρεύω, κ. λπ. Λένε όμως γυρίζου κι όχι γερίζου.
- Το γ ανάμεσα σε δυο φωνήεντα συνήθως αποβάλλεται, π. χ. μά'ο(υ)λο= μάγουλο, ρέ'ομαι= ορέγομαι, λα'ός= λαγός κ.λπ.
- Όταν η λέξη αρχίζει από φωνήεν, ανάμεσα σ' αυτήν και το άρθρο η και οι προσθέτουν ένα γ υγρό (γι το αρχαίο j), π. χ. η γιάτ'χος, οι γιεκκλησιές, η γι'Άννα κ.λπ.
- Τα αρχικά κ ή π μαζί με το ν του άρθρου, ή της προηγούμενης λέξης γενικά, γίνονται μπ και γκ, όχι όμως πάντα. Έτσι, ενώ λένε, τ'γκαλή, το μπατέρα, τη μΠαναγιά, λένε σύγχρονα τη ψ'χή μου κ.λπ.
- Η γενική πληθυντικού κατά κανόνα στη Σκύρο τελειώνει σε ούνε. Π. χ. παιδιούνε= παιδιών, Αναργέρουνε και με αποβολή του ατόνου ου Αναργέρ'νε= Αναργύρων κ.λπ. Κάποτε, ιδίως σαν ακολουθεί άλλη λέξη, το νε φεύγει και λένε, πέντε μερού φεγγάρι= 5 ημερών φεγγάρι.
- Η προσωπική αρσενική αντωνυμία τρίτου προσώπου τον αλλάζει το ο σε ε πάντοτε, π. χ. τε μπέραμε= τον πήραμε, τεν άκ'σα= τον άκουσα. Πολλές φορές, ιδίως στο τέλος της φράσης, παίρνει κι ένα α ή ε. Καλώς τενα= καλώς τον, πάρ'τενα στο γάμο σου= πάρ' τον στο γάμο σου.
- Η γενική πληθυντικού του άρθρου των συγκόπτει το ω και γίνεται τ'ν. Πριν από σύμφωνο παίρνει και ένα ε για ευφωνία και γίνεται τ'νέ, π. χ. τ'νέ παιδιούνε= των παιδιών, τ'νέ τυφλούνε= των τυφλών κ.λπ.
- Το ίδιο παθαίνει και η κτητική αντωνυμία του τρίτου προσώπου στη γενική πληθυντικού των (αυτών), γίνεται τ'νε, π. χ. τα χέρια τ'νε= τα χέρια των (αυτών), τα χωράφια τ'νε= τα χωράφια των κ.λπ.
Κέιμενο: "Σκύρος, τόμος 1. Νίκη Λ. Πέρδικα"