Γλωσσάρι Τοπωνυμιών & Ιδιωματικών και άλλων λέξεων
Γλωσσάρι Τοπωνυμιών
Α
Αγαλήνι, το: εποχικός οικισμός στο δρόμο Λιναριάς – Χωριού
Άη Ερμόλαος, ο: νησάκι με εκκλησάκι στα Πουριά
Αναβάλλ’σα, η: Αναβάλλουσα, πηγή όπου αναβλύζει το νερό του Κηφισού ποταμού της Σκύρου. Αρχαιότατη λέξη για πηγές που συναντάμε και σε άλλες περιοχές
Απατσίνι, το: τοποθεσία κοντά στο Χωριό
Αραβδόπετρα, η: θέση, όπου οι τσοπάνηδες άφηναν τα ραβδιά τους για να πάνε στους προύχοντες του νησιού.
Άρι, το: τοποθεσία στο βουνό
Αρτεμίσι, το: τοποθεσία στο βουνό
Ασπούς, στους: οικισμός μεταξύ Χώρας και Λιναριάς, όπου φέρει το όνομά της από τον "Ασωπό" ποταμό ("Ασωπούς")
Ατσίτσα, η: μικρός οικισμός στα βορειοδυτικά του νησιού. Εκεί φόρτωναν παλιά το σίδερο και αργότερα τη ρετσίνα από τα πεύκα
Ατσ’πάς, ο: τοποθεσία κοντά στο Χωριό
Β
Βαρδαλή, στου: τοποθεσία στο Χωριό, χώρος με κατούνες
βουνό, το: ο ορεινός όγκος του Κόχυλα (792 μ./το ψηλότερο σημείο του νησιού)
Γ
Γυρίσματα, τα: τοποθεσία και παραλία στα βορειοανατολικά του νησιού
Δ
Διαπόρι, το: τοποθεσία πριν τον Πεύκο, κοντά στο νησί Μπαλάξα
Δυο Φούρνοι, οι: γειτονιά του Χωριού
Θ
Θέμη, η: λόφος κοντά στσι Δυο Μύλοι
Κ
Καλαμίτσα, η: τοποθεσία και παραλία σε κόλπο μεγάλο, κοντά στο Νύφι, πιθανόν παλιό λιμάνι
Καλόμαστες, ο: εξοχική τοποθεσία με πηγή. Τα ζώα της περιοχής έβγαζαν πολύ γάλα.
Καμαντού, η: τοποθεσία στην ανατολική πλευρά του Κάστρου. Υπήρχε και το παλιό επίθετο Καμαντός
Κάμπος, ο: τοποθεσία του νησιού
Κατάκλεια, η: τοποθεσία στα βόρεια του νησιού
Καταπολιανή, η: Καταπολιανή Παναγιά
Κατούνες, οι: τοποθεσία στο Τραχύ της Σκύρου
Κλούθρος, το: τοποθεσία εξοχική
Κορατσές, Κουρατσές, οι: εξοχική τοποθεσία στο βουνό, πάνω απ’ τη σπηλιά Πεντεκάλη
Κόχυλας, ο: η πιο ψηλή κορφή του βουνού
Κοχύλια, τα: συνοικία του Χωριού, παλιά ήταν φτωχική γειτονιά
Κρόκος, ο: παλιά ανατολική συνοικία του Χωριού
Λ
Λάλαρες, ο: δυτική συνοικία του Χωριού, με δυο τμήματα, Πάνω και Κάτω Λάλαρε
Λ’νός, η: τοποθεσία, όπου κάποτε ίσως είχε πατηρήρι (ληνό)
Λιναριά, η: οικισμός στα ανατολικά του νησιού και το λιμάνι της Σκύρου
Λυμπιανή, η: ναός της Παναγίας στην τοποθεσία Όλυμπος. Γιορτάζει 8 Σεπτέμβρη
Μ
Μαβουρνάς, ο: βουνό με μάντρα και γυναικείο μοναστήρι, όπου σήμερα βρίσκονται τα εκκλησάκια του Χριστού και της Αγίας Παρασκευής με την πηγή
Μαγαζιά, τα: παραλιακή τοποθεσία της Σκύρου
Μανιπιό, το: περιβόλι με φούρνο, που κάποτε ανήκε στην Επισκοπή
Μαχαιράς, ο: συνοικία του Χωριού κοντά στην αγορά, μέσα στο ρέμα. Πιθανό να πήρε την ονομασία από το κρύο που έρχεται από εκεί
Μεγάλη Στράτα, η: κεντρικός δρόμος στην παλιά αρχοντογειτονιά του Χωριού
Μεϊντάνι, το: πλατεία του Χωριού στο Μπόριο
Μώλος, ο: παραλιακή τοποθεσία - ψαράδικο λιμάνι
Μπαλίτης, ο: εξοχική τοποθεσία
Μπάρες: εξοχική τοποθεσία
Μπόριο, το: συνοικία του Χωριού κοντά στο Κάστρο
Μ’σόχωρα, τα: εποχιακός οικισμός στο δρόμο του Τραχιού
Ν
Νότες, ο: βουνό στα νότια του νησιού
Νύφι, το: πηγή νοτιοδυτικά του νησιού
Π
Παγιά, τα: βραχώδης τοποθεσία κάτω απ’ το Κάστρο & τοποθεσία στο Τραχύ
Παλαμάρι, το: τοποθεσία του Τραχιού με αρχαιότητες
Περάματα, τα: τοποθεσία, όπου παλιά περνούσε το ποτάμι και τοποθεσία στο Τραχύ
Πετ’νές, ο: τοποθεσία με ελιές στ’ Αντωνιού
Πετρούλα, η: μεγάλος βράχος στη θάλασσα, παραλιακή τοποθεσία
Πεύκος, ο: οικισμός στα δυτικά του νησιού, τόπος όπου φόρτωναν το μάρμαρο για εξαγωγή στο παρελθόν
Ποδιές, οι: νησάκια απέναντι από το αεροδρόμιο
Πολίχρι, το: τοποθεσία του Τραχιού
Πούντα, η: προεξοχή του βουνού στη θάλασσα
Πουριά, τα: τοποθεσία στα ανατολικά του νησιού, λατομεία πωρόλιθου στο παρελθόν
Πλαγιά, η: συνοικία κοντά στη Χώρα
Προβακάς, ο: αποθήκες στην είσοδο του μοναστηριού
Σ
Σαρούς, στης: πλατεία στην τότε αριστοκρατική συνοικία του νησιού
Σίκανο, το: τοποθεσία προς το Τραχύ
Τ
Τραχύ, το: ο μεγάλος κάμπος της Σκύρου, όπου το σημερινό αεροδρόμιο, στα βόρεια του νησιού
Τρείς Μπούκες, οι: τοποθεσία με μεγάλο φυσικό λιμάνι
Τσερά-Ψωμού, η: εκκλησία της Παναγίας, πάνω απ’ τσι Δυο Φούρνοι
Φ
Φερρές, οι: τοποθεσία με κοκκινόχωμα στο Τραχύ
Φερρεκάμπος, ο: τοποθεσία κοντά στην Χώρα
Φλέα, η: εξοχική τοποθεσία στο Αχίλλι, με φλέβα νερού
Χ
Χωριό, το: η πρωτεύουσα του νησιού
Γλωσσάρι Ιδιωματικών και άλλων λέξεων
Α
αβανιά, η: συκοφαντία, μαχανορραφία
αβατάλα, η: χελώνα
αγαλίπα, η: θαλάσσιο μαλάκιο, μικρογραφία φοίνικα. Μ’ αυτό φτιάχνουν αγαλιποκεφτέδες
αγαπώ, η, ο,: ο εραστής, η ερωμένη, η αγαπητικιά
αγέρισε: αέρισε, δρόσισε
αγιάζι, το: πρωινό κρύο, δροσιά, πάχνη (τουρκ.)
αγκούφι, το: μαγκούφικο, το ρημάδι
αγκρίφι, το: σουβλερές πέτρες από πουρί
αγνάντια: αντίκρυ, απέναντι
αγουλά: αγάπη μου
άγουρος, ο: νέος, αγόρι, ο μη ώριμος
άη-δήμα, το: άγιο βήμα
ακλαδιά, η: ακλάδευτο αμπέλι
αλλαμένα, τα: η νυφική φορεσιά
αλλαμένες: οι νύφες
αλαμπρατσιές, οι: αγκαζέ
αλίφασκας, ο: είδος φασκομηλιάς με κίτρινο άνθος
αλούνη, η: όλος ο στολισμός των τοίχων του σκυριανού σπιτιού
αλυγαριά, η: λυγαριά
αμάχη, η: έχθρα
αμερινός, ο: το άστρο της αυγής, ο Αυγενινός
άμμ’δα, η: άμμος
αμόνι, το: σιδερένια βάση όπου σφυρηλατούνται τα μέταλλα
αμπάς, ο: ολόμαλλο άσπρο μακρυμάνικο ζακέτο του τσοπάνη
αμπελοκουρβούλα, η: κορμός κλήματος στ’ αμπέλι
ανάστολα, τα: οι θηλιές του τροχαδιού όπου περνάει η λουρίδα
ανεβάτης, ο: θέση αρμέγματος στη μάντρα, όπου ένα παιδί προσολάμνει τα ζώα στην τρύπα, για να πάνε στη θέση αρμέγματος
ανεμελεόυ: παραμελώ
αντάρα, η: ομίχλη
αντένα, η: κεραία (ιταλ.)
αξαωγές, οι: τα πράγματα του σπιτιού, στολίδια και ρουχισμός
απάθη, τα: πάθη, αρρώστιες
απαντέχου, απαντυχαίνου: περιμένω
απαντώνου: αντιπροσφέρω, δίνω
απιδιά, η: είδος αχλαδιάς με πολύ μικρό καρπό
αποδέλ’πα, τα: υπόλοιπα
αποδοσίμια, τα: δώρα
αποκρέβατες, ο: το κάτω μέρος του σ’φά πίσω απ’ τον μπουλμέ
απολ’σίδια, τα: απολουσίδια, απόνερα λουσίματος
αποργού: υποργώ, βοηθώ κάποιον στη δουλειά
αποσώνου: τελειώνω, εκτελώ
αποφανίζου: δείχνω τη γενιά μου
αποχολιασμένος, ο: θυμωμένος
αραβδί, το: στροβοράβδι, μακρούρα του τσοπάνη
αραθυμού: πεθυμώ
αραντές, ο: είδος σβωλιασμένης αλευρόσουπας
αρατζ’δέλα, η: δαντέλα με τη βελόνα του ραψίματος για τις ενώσεις του τσοπάνικου πουκάμισου (ιταλ.)
αρίδες, οι: τα πόδια
αριστό: πολύ γρήγορα
αρμερόπ’το, το, αλμυρό ψωμί των Αγίων Θεοδώρων
αρνήστης: αρνήθηκες
αρτζιχάλι, το: πρωνί δροσιά( ; )
ασημοζούναρο, το: νυφική ζώνη με ασημένιες πόρπες
ασίκης, ο: λεβέντης, ερωτύλος (τουρκ)
ασκατζά, η: το χτιστό ράφι της φ’γούς (τζακιού)
ασκατζίδι, το: ξύλινο ή χτιστό ράφι της φ’γούς
ασκέρι, το: στρατός, πολεμική ομάδα, πλήθος (τουρκ.)
αστιβιά, η: θάμνος με αγκάθια
Αστερούλα, η: όνομα ζώου
ατζό, το: αγγείο, καθήκι, δοχείο νυκτός
ατός, -ή, -ό του, ο: μοναχός του
αφανές, ο: φανός, μεγάλη φωτιά τ’ Άη Γιαννιού
αχός, ο: ήχος, βοή
αψά: δυνατά
αψανές, ο: δυνατός
Β
βαβά, η: μητριά
βαβελώνου: σουβλίζω
βαγιόλι, το: υφαντή πετσέτα με φουντάκια (ιταλ.)
βάι: αλίμονο, έκφραση λύπης και έκπληξης (τουρκ.)
βαλαντώνω: καταπονούμαι, στεναχωρούμαι, πλαντάζω
βαρού: ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά για τα τραγούδια, π.χ. βαρεί το σκοπό, αντί του τραγουδά
βάρσαμο, το: δυόσμος
βασιλεμός, ο: η δύση, το βασίλεμα του ηλίου
βάτσα, η: κλωνάρι μυρτιάς του Βαγιού
βατσάζου: με τη βάτσα χτυπώ τα ζώα για το καλό
βενέτ’κο, το: μεταξωτή φορεσιά νύφης από βυσσινί κλαδωτό ύφασμα
βεργολυγού: λυγάω τη βέργα
βίρα: επιφώνημα που λέγεται από τους ναυτικούς όταν πρόκειται να αφήσουν χαλαρά τα σκοινιά ή τα πανιά
βλάχα, η: κοριτσάκι ειδικά ντυμένο την Καθαρά Δευτέρα
βλαχοπιπεριά, η: μικρή κόκκινη πολύ καυτερή πιπεριά
βοδόκ’λορα, η: πρωτοχρονιάτικη κουλούρα για τα βόδια
βολά, η: φορά
βότα, η: λουλούδι στο πέτο, αλλά και πιέτα φουστανιού
βουλή, η: επιθυμία, θέληση
βούρλα, τα: φυτά που φυτρώνουν σε αμμουδερά μέρη και παραποταμιές. Μέρος του βούρλου που είναι στη γη κι έχει άσπρο χρώμα στη Σκύρο το έτρωγαν. Σε βούρλα περνούσαν τα ψάρια και τα πουλούσαν με το βούρλο.
βουτσί, το: βαρέλι
βρακάδικα, τα: η αντρική νησιώτικη και μικρασιάτικη φορεσιά
βρασαντέρης, ο: στριμμένος, παράξενος
βρη: βρε, μωρή, καλέ
β’τίνες, οι: βυτίνες, δοχεία λαδιού, σύκων, ελιών, κ.λπ.
Γ
γαδαρολάτης, ο: συνοδός γαϊδάρου
γαδουρ’νές, ο: γαδουρινός, παλαιός σκοπός τραγουδιού της οικογένειας Κορέλη
γαλάρι, το: προβατίνα ή γίδα για άρμεγμα, γαλακτοφόρα
γαλόνι, το: πλοίο μικρότερο της γαλότσας
γαλότσα, η: είδος φεργάδας
γεμεντισμένη: πομπεμένη, ξεδιάντροπη, ρεζιλεμένη (τουρκ.)
γεμιτζής, ο και γιμ’τζόπουλα, τα: ναύτης, θαλασσινός, ναυτόπουλα (τουρκ.)
γεραλής, ο: σκοπός τραγουδιού
γερανίζει: κάτι που γίνεται βαθυγάλανο
γερανιές, -ιά, -ιό: ουρανής, θαλασσής, βαθυγάλανος
γερανοφορεμένες, ο: ντυμένος με σκούρα μπλε
γεράς ή γιαράς, ο: πληγή, αρρώστια, τραύμα (τουρκ.)
γέρμα, το: δειλινό, δύση. Για το φεγγάρι λέγεται πιο σπάνια
γιαλαμπί, το: δεύτερη φορεσιά νύφης από μονόχρωμο ή δίχρωμο μεταξωτό ύφασμα που κάνει νερά (τουρκ.)
γιάμανα: πωπω, έκφραση θαυμασμού
γιανγκίνι, το: φωτιά, πυρκαγιά (τουρκ.)
γιανελί, το: αντρικό γιλέκο
γιάντα: γιατί
γιαρούμπι (αρς.-θηλ.: φίλος, αγαπημένος, εραστής (αραβ.)
γινωμένοι, οι: μασκαράδες
γιοματίζω: γευματίζω
γιορντάνι, το: κόσμημα λαιμού, περιλαίμιο, κολιέ
γιούνια, τα: νάζια, παιχνίδια, καμώματα (τουρκ.)
γιώνει (αορ. εγιωσε): ο χαλκός που αλλάζει χρώμα με την υγρασία, κάτι που μαυρίζει, όπως τα μπακιρικά
γκάβου (αόρ. έγκαψα): εκτινάσσω, κάνω κάτι να πάνω πάνω, ψηλά
γκ’ντόρες, οι: κουντούρες, κεντητές νυφικές παντόφλες
γκ’ντούρι, το: κουντούρι, μπαστουνάκι
γκόφρι, το: εγκόλιο, φυλαχτό
‘γκωμιαστής, ο: αυτός που εγκωμιάζει, παινεύει
γ’νέλα, η: γουνέλα, αντρικό ή γυναικείο πανωφόρι με γούνα
γούνα, η: νυφικό αμάνικο ζακέτο
γράμματα, τα: οι ιερές ακολουθίες, οι εκκλησιαστικές τελετές
γραμμένες, ο: ωραίος, ζωγραφιστός
γρίβιος, ο: ονομασία ζώων με γκριζοκόκκινο τρίχωμα
γροικώ: υπακούω, καταλαβαίνω, εννοώ
Δ
δάρε, δαρδά: τώρα, τώρα δα
δεκατίζω: μετρώ κατά δεκάδες
διάζομαι: υπολογίζω το μήκος και το φάρδος του στημονιού για το φασερό
διάσελο, το: στενό πέρασμα ανάμεσα σε δυο υψώματα
διασκορπώ: διασκορπίζω, κατασπαταλάω
διασφαή, η: ρεματιά
διάφορο, το: συμφέρον, κέρδος
διοσμαρίνι, το: δεντρολίβανο (ιταλ.)
διπλάρι, το: χειροποίητο κερί μακρύ σαν σκοινί
δίφορο, το: δέντρο που καρπίζει 2-3 φορές το χρόνο
δραγάτης, ο: αγροφύλακας
δρακοντιά, η: φυτό με μεγάλα γυαλιστερά φύλλα. Στην Κατοχή έτρωγαν τους βολβούς της
δράμω: τρέχω (αρχ.)
δύλ'κας, ο: το μικρό μυρμήγκι
δωδάνα: εδώ, εδώ ακριβώς
Ε
έλιμ, γιαλέλιμ: αραβοτουρκικά επιφωνήματα κοινά σε πολλά ελληνικά δημοτικά και λαϊκά τραγούδια
εμμέλεια, η: αρμονια, τελειότητα, ομαλότητα, κομψότητα, μελωδικότητα
ένοιωτσε: ξύπνησε
έντα: τι
έπα σου: σου είπα
Ζ
ζαγάρι, το: κυνηγόσκυλο, μτφ. άνθρωπος τιποτένιος (στη Σκύρο έτσι λέγεται και ο κοντός)
Ζάρος, ο: χιουμορίστας καφετζής, κοντός και καμπούρης
ζυγιές, οι: ζευγάρι (λέγεται και μουσικά όργανα)
ζώσιμο, το: με πολλά μέτρα κερί μονοκόμματο ζώνουν τις εκκλησιές στη γιορτή του αγίου
Θ
θέρμη, η: ελονοσία, πυρετός
θ’κάρι, το: θηκάρι, θήκη μαχαιριού
θολπά, τα: φρέσκο τυράκι σε πλεχτό
θύμνιο, το: θυμάρι
Ι
ίσα, τα: προσύμφωνα γάμου
Κ
καβόρες, οι: οι ψαράδες ονομάζουν τους αστακούς με το σκούρο χρώμα που ζουν στα ρηχά
κάβος, ο: ο πρωτοχορευτής του συρτού
καζίλι, το: τρίχινο σκοινί
κακαράς, ο: ο βάτραχος
κακαρώνω: πεθαίνω
κακνατσίζω: κακαρίζω, χαχανίζω, γελώ
καλαθιάτ’κο, το: γαμήλιο δώρο
καλαφιγκρίζομαι: καλακούω, εννοώ
καλουμάρω: βγάζω καλούπι
κάλπικος, ο: ψεύτικος, κίβδηλος (τουρκ.)
καματερό, το: ο μεταξοσκώληκας
κάματες, ο: το προϊόν της τυροκομίας
καμμύζω: χαμηλώνω τα μάτια κατά τον Βαμβακερίδη. Σημαίνει όμως ανοιγοκλείνω τα μάτια στα αρχαία ελληνικά και σε μερικές ελληνικές διαλέκτους
καμός, ο: ο καημός
καπ’χάς, καμουχάς, καμπουχάς, ο: νυφικό φόρεμα αλλά και χρυσοΰφαντη στόφα
καπ’χαδένιο, καμπουχένιο, το: χρυσοΰφαντο ύφασμα
καναβέτα, η: μπαουλάκι με ζωγραφισμένο το εσωτερικό του καπακιού και στο κέντρο καθρέφτη. Έχει πολλές θήκες για μπουκάλια πολλών μεγεθών.
κανάτι, το: δοχείο νυκτός, αγγείο, καθήκι
κάννα, η: συρμάτινη κάσα με καλαμένια βάση για το στέγνωμα των τυριών (λατ.)
καντίνα, η: καδένα, αλυσίδα (ιταλ.)
καντούνι, το: γωνία σπιτιού, αυλής, δρόμου. Υπήρχε και παιδικό παιχνίδι «τα καντούνια» (ιταλ.)
καπάνια, τα: το άνοιγμα της φ’γούς, μτφ ο φλύαρος (τουρκ.)
καπαριάζω: καπαρώνω, προκαταβάλλω ως εγγύηση αγοραπωλησίας ή μισθώσεως, εξασφαλίζω (ιταλ.)
καπαστή ή κασπαστή: τσοπάνικο κεφαλομάντηλο, μπλε με άσπρα λουλούδια, που φοριέται διπλωμένο τριγωνικά και τσακισμένο, λίγο στριμμένο
καπελέτικο ρόδι: μεγάλο αφράτο ρόδι. Υπήρχε και οικογένεια Καπελέτη
καπέλος, ο: τσοπάνης, χωρικός
κάργα, το: ξέχειλο, ολογιέμιστο δοχείο ή άλλο
καρομ’λιά, η: κουμαριά
καρσί: απέναντι, γειτονικά (τουρκ.)
κασαβέτι, το: θλίψη, καημός, βάσανο ψυχής
καταπονού: νικώ
κατελώ: καταλύω, καταστρέφω
κάτεργο, το: πολεμικό ιστιοφόρο, που χρησίμευε άλλοτε και ως φυλακή καταδικών, οι οποίοι, λόγω των απάνθρωπων συνθηκών, πέθαιναν ή ήθελαν πάντα να δραπετεύσουν
κατούνα, η: στάβλος
κατ’ροτσούκαλο, το: αγγείο, δοχείο νυκτός
κληματσίδα, η: βέργα κλήματος
κλουστάρι, το: παιχνίδι όπως η σημερινή μπουκάλα
κ’μάσι, το: κουμάσι, κοτέτσι
κοκότα, η: πόρνη
κολάτη, η: πιατέλα
κόλι, το: είδος θορυβώδους τροκάνας
κολί’σσα, η: κολλίγισσα, γυναίκα που κάνει συνεταιρική δουλειά
κολλυβόκουπα, η: ειδική κούπα για το κολλυβόζουμο (κολλ’βόχ’λε)
κολότσ’θες, ο: κολοκύθα
κολυπτές, ο: φουγάρο, καπνοδόχος
κομός, ο; λεπτά μακριά φύκια
κοντότα, η: ετήσια αμοιβή γιατρού (ιταλ.)
κοπιάσετε: έκφραση πρόσκλησης σε γάμο
κόρδα, η: οριζόντιο ξύλο πάνω στο σ’φά. Κουπαστή απ’ όπου κρεμούν τους γαμήλιους μαχραμάδες ή υφαντά καθημερινά βαγιόλια
κορδολούρης, ο: αλαζονικός, επηρμένος, υπερόπτης
κορέλλα, η: άντρας ή γυναίκα ντυμένος γυναικεία τις Απόκριες που συνοδεύει το βασικό πρόσωπο, το γέρο
κορίχι, το: σταφύλι χειμωνιάτικο
κορφάρι, το: κεντρικό δοκάρι της σκεπής
κόρφος, ο: κόλπος, αγκάλη
κουκ’νάρα, η: και ο καρπός του καλαμποκιού
κουρμπάνι, το: μοίρασμα φαγητού μετά από κηδεία, μνημόσυνο κ. λπ. ή τραπέζωμα της οικογένειας
κόφα, η: μεγάλο κοφίνι. Η φαρδιά βράκα της νησιώτικης φορεσιάς. Μτφ. η χοντρή γυναίκα
κρεβατσούλα, η: μικρό, χαμηλό ντιβανάκι
κρεμαντούλα, η: κούνια δεμένη σε δέντρο
κρέμαση, η: το ρίξιμο. Ύφασμα που ρίχνεται στις πλάτες του γαμπρού και της νύφης μαζί ή στον ανάδοχο με το νεοφώτιστο
κρικέλι, το: κρίκος
κριμίζι, το: κερμεζί, κόκκινο βαθύ (τουρκ.)
κρίταμο, το: παραθαλάσσιο φυτό με ιδιάζουσα μυρωδιά και γεύση. Τρώγεται ωμό, βραστό ή τουρσί
Κροτσανές, οι: Κροκιανές, γυναίκες απ’ τη γειτονιά Κρόκος
κρούσσα, τα: κρόσσια, μπιμπίλα
κρουφά: κρυφά
κουμπάνια, η: προμήθειες, φαγώσιμα
κουμπασάρω: υπολογίζω με κουμπάσο (ιταλ.)
κουμπάσο, το: ναυτικός διαβήτης που μετρά τα μίλια
κούρακας, ο: αρσενικό κοράκι. Επίσης παιδικό παιχνίδι
κουρνιαχτές, ο: κουρνιαχτός, σκόνη
κουτνιά, τα; Καθημερινή σκυριανή γυναικεία φορεσιά
κοχύλια, τα: είδος χειροποίητων μακαρονιών
κυκλιανό, το: κυκλάμινο
κωλοκαθιά, η: κοντόχοντρο αγγείο. Ειρωνικά, η κοντόχοντρη γυναίκα
Λ
λαβίδια, τα: λεπτά μακριά ξύλα ή κλαδιά που έμπαιναν πάνω από τα κοντάρια της σκεπής
λαγιαρνί, το: μαύρο αρνί, τροφαντό, διαλεχτό. Μεταφορικά το αιδοίο
λαδ’κιά, η: πήλινο αλειφωτό αγγείο λαδιού
λαήνι, το: είδος αγγείου, λαγήνι
λαλαράτσα, τα: λαλαράκια, βότσαλα
λαλές, ο: τουλίπα, παπαρούνα, ανεμώνα, λουλούδι γενικά (τουρκ.)
λάστ’χα, τα: πλεχτά τρυπητά μανικέτια
λάχανα, τα: χόρτα
λα’ωνικό, το: σκυλί, λαγωνικό
λαγένι, το: χάλκινη λεκάνη ρηχή
λεγενόμπρικο, το: φουντούκι (αρχ. λεπτοκάρυον)
λητάρι, το: σχοινί λεπτό από γιδότριχα (βυζ. ειλητάριον)
λιακός, ο: δώμα, ταράτσα
Λιάπηδες, οι: πειρατές, οπλαρχηγοί Έλληνες κι Αρβανίτες
λιάπ’κα, τα: λιάπικα, γυαλικά αξίας
λιλιροκοπώ: βροντώ
λιμιώνας, ο: λιμάνι
λιμπίζομαι: λαχταρώ
λιτρόπι, το: η τροπή ηλίου στις 24 Ιουνίου
λογάρι, το: θησαυρός, χρυσάφι (βυζ)
λογιάζου: κοιτάζω
λομάτσα, τα: ίσια τρυφερή βέργα. Μτφ. λεπτός και ψηλός
λο’ούμαι: υπολογίζομαι, θεωρούμαι
λουλούδα, η: γυναίκα «ελαφριά», ανήθικη
Μ
μαΐστρα, η: κατάρτι ιστιοφόρου
μαΐστρος, ο: Β. Δ. άνεμος
μανού, η: γιαγιά
μαντήλι γερανιό, το: κεφαλομάντηλο του τσοπάνη
μα’ουλίκα, η: πένθιμο δέσιμο του τσοπάνικου μαντηλιού κάτω απ’ το σαγόνι
μαργιόλης, -α, -ικο: πανούργος, κατεργάρης, τσαχπίνης, ναζιάρης (βενετ.)
μαρέ: μωρέ, βρε
μαρμαρίτα, η: τριγωνική κολοκυθόπιτα
μαρνέρα, η: μεγάλη σκαλιστή ναυτική κασέλα (ιταλ.)
μαστραπάς, ο: είδος γυάλινου βάζου με χερούλι (τουρκ.)
ματσοκάλαμο, το: στρογγυλό ξύλο για το άνοιγμα φύλλου
μαχραμάς, ο: στενόμακρη πετσέτα, μεταξωτή ή βαμβακερή, με κέντημα στις στενές άκρες, είδος τσεβρέ (τουρκ.)
μ’ είντα: μα τι;
μεθυσμένα, τα: κουλουράκια του ούζου
μεϊντάνι, το: πλατεία (τουρκ.)
μελάγγι, το: γκρίζο αργιλλώδες χώμα, ειδικό για αδιαβροχοποίηση των λιακών
μελικάρι, το: νάρκισσος, μανουσάκι
μελίχλωρη, η: μισοστεγνωμένη μυζήθρα, αλλά και η σκατούλα
μεντενές, ο: κοντό αντρικό και γυναικείο ζακετάκι με μακρύ μανίκι, ανοιχτό μπροστά (τουρκ.)
μερσ’νιά, η: μυρτιά, μυρσίνη
μερτζάνι, το: κοράλλι, λυθρίνι (τουρκ.)
μερτζανόχειλο, το: κόκκινο χείλι
μ’ζούρ’κο, το: μουντζουρωμένο τσουκάλι
μινέτι, το: ικεσία, παρακάλι, δέηση (τουρκ.)
μιρώνω: ημερώνω
μισοβλοημένη, η: αρραβωνιασμένη
μνημόριο, το: μνήμα, τάφος
μολάρω: αφήνω ελεύθερο, αμολάω (ιταλ.)
μολο’ού: ομολογώ, μαρτυρώ
μονόκλαδο, το: κλαδί κεντημένο με χρυσό, ένα σε κάθε φύλλο του πουκάμισου της νύφης
μονόλο’ο, το: ένα διαλεχτό είδος (στάρι, φάβα)
μουστουκλίκια, τα: μεσιτεία (τουρκ.)
μουστουρήδες, οι: ανέντιμοι, εκμεταλλευτές (τουρκ.)
μπαμπέσα, η: δόλια, ύπουλη, αναξιόπιστη (αλβ.)
μπαμπούροι ή μπαμπούρες ή μπούλες, οι: είδος μαύρης κατσαρίδας με χοντρό κέλυφος
μπάρα, η: λακκούβα στο έδαφος ή σε βράχο με νερό
μπαρμπέρης, ο: κουρέας
μπαρμπερισμένες, ο: κουρεμένος, ξυρισμένος
μπαχτσεβάνης, ο: περιβολάρης (τουρκ.)
μπαχτσές, ο: μπαξές, κήπος, περιβόλι (τουρκ.)
μπερτσέτια, τα: μπερεκέτια, αγαθά, καλή σοδειά (τουρκ.)
μπιστεμός, ο: εμπιστοσύνη
μπιστική: εμπιστευτική
Μποριανές, οι: γυναίκες της συνοικίας Μπόριο
μπουγάζι, το: πορθμός (τουρκ.)
μπούλα, η: γυναικείο κάλυμμα κεφαλιού που κρύβει τελείως το λαιμό και το σαγόνι
μπουλέτι, το: κλήρος, λαχνός (ιταλ.)
μπουλμές, ο: ξύλινο χώρισμα παταριού του σ’φά από το δωμάτιο (τουρκ.)
μπουμέντο, μπουμέντης: δυτικός άνεμος, ζέφυρος
μπουνέντης, ο: πουνέντες, πονέντης, ζέφυρος, δυτ. Άνεμος (ιταλ.)
μπουρνιά, η: φαγεντιανό δοχείο με δυο κοιλιές
μπούτσος, ο: το αντρικό γεννητικό όργανο
μπρακάτσι, το: μπακιρένιο δοχείο με χερούλι για να κρέμεται. Το χρησιμοποιούσαν ως χύτρα (τουρκ.)
΄μώνω: ομνύω, ομώνω, ορκίζομαι
Ν
ναύκληρος, ο: αξιωματικός, πλοηγός του πολοίου
νέμα, το: νεύμα, γνέψιμο, σημάδι που δίνεται με κίνηση κεφαλής, ματιών, χεριών
νιώσμα, το: αίνιγμα
νογού: νοώ, εννοώ, καταλαβαίνω, νιώθω
νομάτοι, οι: άτομα
νος, ο: νους
‘νούς: ενός
νταγιαντού: υπομένω, βαστώ, ανέχομαι (τουρκ.)
ντανιάζω: στοιβάζω
ντεβεντέσι, το: κάτι το διαλεχτό, αηόλογο (τουρκ.)
ντεϊγμεντέ: αδύνατον ή και ναι και όχι
ντελμπεντέρης ή ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης, αλλά και αλητόβιος (τουρκ.)
ντερμάνι, το: κουράγιο, αντοχή, υπομονή (τουρκ.)
Ντουντού, η: γυναικείο όνομα χαϊδευτικό (τουρκ.). Στη Σκύρο ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μια μοδίστρα
ντουρνεράτσα: επιφώνημα τραγουδιών
Ξ
ξα(γ)ορεύομαι: εξομολογούμαι
ξανοιχτό, το: φωτεινό
ξαντό, το: γάζα, αραιοϋφασμένο πανί
ξεπραΐζω: βγάζω τα γιδοπρόβατα από τη δροσιά
ξομπλιάζω: στολίζω, διακοσμώ, κεντώ, κουτσομπολεύω μτφ
ξούνα, η: κούκλα
ξυλοπελεκούδες, οι: κομμάτια από το πελέκημα πεύκου
Ο
Οβρζιός, ο: Εβρραίος
όγοιος: όποιος
οδοποδίζει: τριποδίζει
ολάλειφτο, το: καλά εμφιαλωμένο κανάτι, δοχείο νυκτός
ομώνω: ομνύω, ορκίζομαι
όντες: όταν
όξαμο, το: μέτρο που παίρνεται με κλωστή για το μέγεθος φέρετρου
όρ’σε: όρισε, ορίστε
οστάρζω: προστάζω
Π
παζακλές, ο: κουτός, κουτσός
παΐ, το (πληθ. τα παγιά): βράχος
παλιοκαποτέλι, το: παλιά κάπα
παλιομαντύο, το: είδος χοντρού πανωφοριού, παλιά χλαίνη
παλιοσακομαντίλα, η: μάλλινο πολύχρωμο υφαντό, ριγωτό με φάδι
πανάδα, η: ψωμιά μουσκεμένα σε γάλα ή σούπα
πανωβράτσι, το: πανωβράκι, μάλλινο άσπρο βρακί που φορούσαν οι τσοπάνηδες το χειμώνα πάνω από το κανονικό βρακί
παπάζι, το: φέσι με χρυσή φούντα
παραβγαλτάρισμα, το: συναγωνισμός
παράβ’ζο, το: χτιστό χαμηλό κάθισμα μέσα στη φ’γού
παραλοΐσθη: παραλογίστηκε, τρελάθηκε, τά ‘χασε
παραφρή, η: ο αφρός των κυμάτων την ώρα που σκάζουν στην ακτή
πασκάζω: πρωτοδοκιμάζω κάποιο φρούτο
παστουμέντο, το: παστά ψάρια
πάστσισε: πάσκισε, προσπάθησε
πατ’μάρι, το: πετιμέζι
πεζούλα, η: κτιστό καναπεδάκι
πεντέμια ή μπεντέμια ή μπεντένια: επάλξεις κάστρου (τουρκ.)
περαματίζου: παίρνω το στημόνι από τα μιτάρια και το χτένι
περζί: παρά, περί
περίσσα, η: άφθονη, παραπανίσια, περιττή, άχρηστη
περνιά, η: αγκαθωτός θάμνος, πρίνος
πεσκέσι, το: δώρο (αλβ.)
πεστσίρι, πεσκίρι, το: πετσέτα προσώπου (τουρκ.)
πέψ’ τη: πέμψε την, στείλε την
πιπίνι, το: πουλάκι, νεοσσός
πιριορίζω: περιορίζω
πίστα: πίσω
πλακαρά, τα: επίπεδα κουδούνια
πλαστέρι το: πλαστήρι, ξύλο για το πλάσιμο ψωμιού
πλατσί, το: πλακί, πλάκα, πέτρα
πλεκάδες, οι: πλεξούδες, κοτσίδες
πλεχτά, τα: θήκη για στράγγισμα μυζήθρας
πλιά: πια
πλουμί, πλουμούδι, το: διακοσμητικό σχέδιο, κέντημα (λατ.)
πλωριό, το: πανί πλώρης
ποδεμή, η: υπόδηση
ποιάν’ναι: Ποιανού είναι
ποθές: ποτέ
πολλιοκαρπίζω: κάνω πολλούς καρπούς
πορδαλίζω: κλάνω. Ο ήχος των ξύλων που καίγονται
ποροστιά, η: πυροστιά
πόστα, η: οριζόντια πιέτα στα φουστάνια μια πιθαμή περίπου πάνω από το στρίφωμα
πούλες, ο: η φ’δούλα, στενόμακρη φρατζόλα ψωμιού
πούντες, ο: επωδός, το μέρος του άσματος που ακολουθεί τη στροφή, αντιστροφή, γύρισμα, τσάκισμα που στερεότυπα επαναλαμβάνεται
πουρί, το: πωρόλιθος που χρησιμοποιούμε αντί για ελαφρόπετρα
πουρπ’λάδα, η: το φυτό της παπαρούνας
πραΐζω: όταν τα πρόβατα είναι στη σκιά, πραΐζουν
προβακάς, ο; αποθήκη στην είσοδο του μοναστηριού
προβάτσα, η: παραθαλάσσιο φυτό με γαλάζια άνθη, αμάραντο. Το έβαζαν σε πίτες
προσκεφαλάδα, η: μεγάλο στενόμακρο μαξιλάρι
προσολάμος, ο: αυτός που σαλαγά τα ζώα να πάνε στον ανεβάτη για άρμεγμα
πρωμάδι, το: παιδί που γεννιέται πρώιμο, αμέσως μετά το γάμο
πύλα, η: η πώρινη κολώνα στο κέντρο του σπιτιού
Ρ
ρακιώτιτσες, οι: ελιές ρακιού
ρείτσα, τα: ρείκια, θάμνοι του δάσους
ραμεντζάρω: λόγω κακοκαιρίας δένω, ασφαλίζω καλύτερα το πλοίο (ιταλ.)
ρέομαι: ορέγομαι, ευχαριστιέμαι
ρεπαντούσες, οι: όσες φορούν ρεπαντιά, ευρωπαϊκά ρούχα
ριγλωσσά, η: το τελείωμα του λιακού
ρίχτης, ο: υδρορροή
ρόγα, η: αμοιβή, μισθός υπηρέτη (σε αγρότες και κτηνοτρόφους)
ρογιάζω, ρογεύω: πληρώνω, αλλά και προσφέρω, χαρίζω
ροκονάλι, το: πιθανόν είδος παξιμαδιού
ρομάνι, το: πυκνό δάσος, ρουμάνι (τουρκ.)
ρομανιάζει: χερσώνει το χωράφι που μένει ακαλλιέργητο
ρούγα, η: αυλή σπιτιού (λατ.)
ρούντα, η: μαλλί που κρέμεται, τσουλούφι. Καλής ποιότητας πρόβειο μαλλί.
Σ
σακομαντίλα, η: πολύχρωμο ριγωτό μάλλινο στενόμακρο μαντήλι
σάλα-σάλα: σε μερικές διαλέκτους σημαίνει κούνα. Εδώ ίσως γεια σου (αραβ.)
σαμαντάς, ο: χρυσόχαρτο
σαμάτσι, το: τα καλάμια με τα φύλλα μαζί
σάρακας, ο: σαράκι, μαμούνι
σαρακόχλοι, οι: τα σαλιγκάρια
σαστιτσή, η: αρραβωνιαστικιά
σαφί, το: είδος μεταξωτού υφάσματος. Καθαρό χρυσάφι (τουρ.)
σεβδαλής, ο: ερωτιάρης (τουρκ.)
σεβντάς, ο: έρως, διακαής πόθος (τουρκ.)
σεκλέτι, το: στενοχώρια, θλίψη, έννοια (τουρκ.)
σήκανο, το: ξώπορτο σε μάντρες και σε χωράφια από κέδρινα κλαδιά
σιχτίρι: χυδαία βρισιά (τουρκ.)
σκιάζω: τρομάζω
σκουλιπνιά, η: το μεγάλο μυρμήγκι
σκούτα, η: το γυναικείο πουκάμισο της νύφης, απ’ τη μέση και κάτω με κεντημένο ποδόγυρο
σ’λήνας, ο: σωλήνας νερού, βρύση πόσιμου νερού
σ’μαδιακό, το: σημαντικό, ξεχωριστό, πολύ ωραίο
σ’ναπιάζου: αρρωσταίνω (για φυτά μόνο)
σομάρι, το: σαμάρι
σουλατσάρω: κάνω βόλτες
σούπα, η: κομμάτι τυριού φέτας
σουρέλο, το: παντελόνι
σοφραλίδικα, τα: ταψιά του σοφρά
σοφράς, ο: χαμηλό στρογγυλό τραπέζι (τουρκ.)
σπαρδαλό, το: παρδαλό, πολύχρωμο, έντονο
σπέρισμα, το: βαγγέρα, βραδινή επίσκεψη, κατά την οποία έκανα συνήθως δουλειά (γνέσιμο, πλέξιμο κλπ), συνοδευόμενη με αστεία και κεράσματα
σπετσαρία, η: φαρμακείο (ιταλ.)
σπαλάδα, η: δυνατή και παροδική πνοή ανέμου, θαλάσσιος ανεμοστρόβιλος
σταβέντου: γρεγολεβάντες, απανεμιά (ιταλ.)
σταλαρισμός, ο: σταματημός
σταμουστάτης, ο: σταμνοστάτης
σταμπαδένια, η: ρούχο από τσίτι σταμπωτό, εμπριμέ ύφασμα
στάρζι, το: στάρι
στέρνα, η: αβέρτο δωμάτιο, κουζίνα με στέρνα μέσα
στιβαχτό, το: σμιχτό
στσύβω: σκύβω
στσυλί, το: σκυλί
στσυλολήταρο, το: σκυλολήταρο, λητάρι σκύλου από γιδοτρίχα στριμμένη
συγκουντώ: παροτρύνω
σύκαμ’νες, ο: μαύρη μουριά
συντρέχου: βοηθώ
συντυχιά, η: συνάντηση, σύμπτωση, συγκυρία,
συτσά, η: συκιά
σ’φάς, ο: σοφάς, ξύλινο χώρισμα δωματίου με πατάρι. Ένας επιπλέον χώρος στο πατάρι με κρεβατοκάμαρα (τουρκ.)
σφαχτά, τα: γιδοπρόβατα
σφεντάμι, το: σφενδάμι, δέντρο με ξύλο σκληρό
σφοράγια, τα: σπαράγγια
σφρα’ίδα, η: σχέδιο πιάτων
σωκόφι, το: ολόμαλλο ύφασμα για αντρικές φορεσιέ
Τ
ταβάς, ο: πολύ μεγάλο ταψί με δυο χέρια (τουρκ.)
ταβλομάντιλο, το: μακρύ υφαντό τραπεζομάντηλο
τάβλωμα, το: τραπέζι
ταμπάκικο, το: βυρσοδεψείο (τουρκ.)
ταψί, το: μπακιρένιο πιάτο
ταραμός, ο: ταραγμός, θόρυβος
τασί, το: δοχείο, μικρό μπολ (τουρκ.)
ταχιά: αύριο
τε, τεν, τένα: τον, τόνα
τέλι, το: λεπτό σύρμα (τουρκ.)
τέμπλο, το: γιούκος
τερνέρισμα, το: το κράτημα της φωνής στο τραγούδι
τζιτζινές, ο: ξανθός σγουρομάλλης
τζόγια, η: κόσμημα, στολίδι (ιταλ.). Μεταφορικά η χαρά, η αγάπη, το πρόσωπο που αγαπάμε
τηράσσω: τηρώ, κοιτάζω
τοιγάρες: τάχα, μήπως, επομένως, τι λοιπόν (επίρρημα αρχαίο)
τουζλούτσι, το: είδος τσόχινης περικνημίδας (τουρκ.)
τραμουντάνα, η: βόρειος άνεμος (ιταλ.)
τριχιά, η: γίδινο σκοινί
τροβάς, ο: ντορβάς, ταγάρι (τουρκ.)
τροκάνι, το: μεγάλο κουδούνι
τροχάδι, το: το παπούτσι των τσοπάνηδων και των γεωργών
τσαντίλα, η: τουλουπάνι που στραγγίζουν το τυρί στις στάνες
τσαχαγιάς: κεχαγιάς, επιστάτης (τουρκ.)
τσατσίζου: τσακίζω
τσελάρου: κιαλάρω, βάζω στο μάτι κα΄τι, παρατηρώ (ιταλ.)
τσελεπιάν’κο, το: ασυνάρτητο στιχάκι
τσεμπέρι, το: κεντημένη υφασμάτινη λουρίδα, είδος μωρουδιακού κοσμήματος κεφαλής
τσινούνε: κινούν, ξεκινούν
τσ’καλαριό, το: τσουκαλαριό, αγγειοπλαστείο
τσ’λιμάτσι, το: κιλιμάκι
Φ
φακός, ο: η φασκομηλιά
φαλλός, ο: το πέος και κυρίως το ομοίωμά του
φ’γού, η: τζάκι
φελώ: οφελώ
φερρογιασμένα, τα: ρούχα λερωμένα από κοκκινόχωμα
φιρφίρια, τα: πολύτιμα γυάλινα βάζα, οπαλίνες (τουρκ.)
φράγκος, ο: άντρας ντυμένος με οποιαδήποτε μεταμφίεση που διακωμωδεί όσους έβγαλαν τα βρακιά και φόρεσαν παντελόνια
φ’σούνε: φυσάνε
φ’τάς, ο: φουτάς, γυναικείο κεφαλοκάλυμμα
φωτίσματα, τα: μαρτυρίκια βάφτισης. Τα χρήματα που μαζεύουν στον αγιασμό των Φώτων
Χ
χαβάς, ο: μελωδία, σκοπός (τουρκ.)
χαγιάτι, το: ξύλινο σκεπαστό μπαλκόνι (τουρκ.)
χαμ’λά, τα: ‘ασπρισμα τριγύρω απ’ το τζάκι
χαν’κολό’ος, ο : χανικολόγος, καλαμένιο κοφινάκι με δυο χερούλια και μικρό πάτο από λεπτά καλάμια
χαρανί, το: καζάνι (τουρκ.)
χάρτα, η: ναυτικός χάρτης
χατίλια, τα: κοντάρια που τοποθετούνται οριζόντια στο χτίσιμο τοίχων
χειρότια, τα: τα γάντια
χελεδές, ο: κοκκινωπός
χλωρά, τα: μικρό φρέσκο τυρί
χολιασμένες, -η, -ο: πολύ θυμωμένος, πικραμένος
χρέμι, το: μάλλινο ριγωτό σεντόνι, χράμι (τουρκ.)
χ’σές, ο: χρυσός, φόρεμα της καθημερινής γυναικείας φορεσιάς, με πιέτες και ποδόγυρο από διάφορα κομμάτια χρυσοϋφασμένης στόφας
χυτά, τα: κατούνα χωρίς σκεπή, δίπλα στην κανονική. Κουδούνια χυτά σε καλούπι
Ψ
ψαργά: ψες αργά, χτες βράδυ
ψατσί, το: φαρμάκι, πίκρα
ψεγάδι, το: το παρατσούκλι, ελάττωμα
ψίδι, το: το πάνω δέρμα του τροχαδιού, που καλύπτει το πόδι
ψόμματα, τα: ψέματα
ψ’χογιός, ο: ψυχογιός, βοηθός του τσοπάνη